Ένας δαίμονας με πινέλα στην Ιαπωνία
- Agni Katsioula
- May 19, 2023
- 9 min read
Updated: May 20, 2023
Kawanabe Kyōsai: Βαθιά πολιτικός, πνευματώδης και ευφάνταστος Ιάπωνας ζωγράφος και καρικατουρίστας του 19ου αιώνα. Η τέχνη του συνεχίζει να επηρεάζει πολλά καλλιτεχνικά στυλ, από το manga μέχρι την τέχνη του τατουάζ
Ακούστε το podcast στο Spotify κάνοντας κλικ επάνω, ή στο podcasters κάτω
Δείτε το videocast στο YouTube κάνοντας κλικ κάτω
------------

Συναρπαστικός καλλιτέχνης, γνωστός για το ανεξάρτητο πνεύμα του, είναι ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της χώρας του και όχι μόνο. Εγκατέλειψε τις επίσημες παραδόσεις για τη μεγαλύτερη ελευθερία του λαϊκού σχολείου, εμπλέκεται σε πολιτικές ζυμώσεις και στην επανάσταση του 1867, συνελήφθη τρεις φορές και φυλακίστηκε. Είδε την Ιαπωνία να μεταμορφώνεται από μια φεουδαρχική χώρα σε ένα σύγχρονο κράτος και το αποτύπωσε εμφατικά. Την εποχή που στην Δύση μεγαλουργούσαν οι ιμπρεσιονιτές Μονέ, Ρενουάρ, Σεζάν, Ντεγκά, στην μακρινή χώρα της Απω Ανατολής «ο τελευταίος βιρτουόζος στην παραδοσιακή ιαπωνική ζωγραφική», δημιουργούσε πραγματικά αριστουργηματικά έργα τέχνης. Οι δημιουργίες του περιλαμβάνουν, πίνακες ζωγραφικής, ξυλογραφίες και εικονογραφημένα βιβλία, καθώς και αυτοσχέδιοι πίνακες (sekiga) που δημιουργήθηκαν σε πάρτι καλλιγραφίας και ζωγραφικής (shogakai) όπου με ευκολία καταναλώνονταν ένα με δύο λίτρα σάκε. Με την εκφραστική πινελιά του και το βιτριολικό χιούμορ του έφτιαχνε παραδοσιακούς πίνακες με τα υψηλότερα πρότυπα. Βάτραχοι, κοράκια, δράκοι, γάτες, πάρτι με σάκε, ερωτισμός και φαντασία, αλλά και το επικό «The battle of the farts» (Η μάχη των πορδών) που και σήμερα εντυπωσιάζει, μέσα στις εκλογές και τις ανούσιες πολιτικές αντιπαραθέσεις καθώς μας θυμίζει πόσο γελοία μπορεί να είναι η ανθρώπινη παρόρμηση για ανταγωνισμό με όλα τα μέσα

** Μια εικαστική ξενάγηση στις μεγάλες γκαλερί του Burlington House, στις υπέροχες αίθουσες στη Βασιλική Ακαδημία Tεχνών (Royal Academy of Arts) του Λονδίνου όπου φιλοξενήθηκε η έκθεση «Kyōsai: The Israel Goldman Collection» η πρώτη έκθεση του Ιάπωνα μάστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και σχεδόν 30 χρόνια.
Λατρεύω το σούσι (Sushi) και το σασίμι (sashimi)! Χάνομαι στις γεύσεις τους, περιπλανιέμαι στην φιλοσοφία τους, παρασύρομαι με πάθος στην ιεροτελεστία του φαγητού καθώς η ιαπωνική κουζίνα με τις ιδιαίτερα έντονες θαλασσινές γεύσεις με μαγεύουν!

Το σούσι είναι παραδοσιακό πιάτο από την χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου με παρασκευασμένο ξυδάτο ρύζι, -αυτό σημαίνει κυριολεκτικά η λέξη σούσι, δηλαδή «με ξινή γεύση» - συνήθως με λίγη ζάχαρη και αλάτι, σερβιρισμένομε μια ποικιλία θαλασσινών και ψαριών- τα περισσότερα ωμά-, και λαχανικών. Τα στυλ του σούσι και η παρουσίασή του ποικίλλουν πολύ, αλλά το ένα και βασικό συστατικό είναι το «σούσι ρύζι», που λέγεται σάρι (shari).

Παρασκευάζεται παραδοσιακά με μεσαίου κόκκους λευκό ρύζι, αν και μπορεί να παρασκευαστεί με καστανό ρύζι ή ρύζι κοντών κόκκων. Πολύ συχνά παρασκευάζεται με θαλασσινά, όπως καλαμάρι, χέλι, ένα είδος κιτρινόπτερου ψαριού σαν το δικό μας μαγιάτικο, σολομό, τόνο ή ακόμα και με απομίμηση κρέατος καβουριού. Πολλά είδη σούσι είναι χορτοφαγικά. Πολλές φορές το σούσι ρολάρεται με την βοήθεια ενός σουπλά από μπαμπού σε κυλίνδρους τυλιγμένο σε nori δηλαδή σε φύλλα από αποξηραμένα ή καβουρδισμένα φύκια.
Ολα τα είδη σούσι , (Chirashizushi, Inarizushi, Makizushi, Modern narezushi, Nigirizushi, Oshizushi, Uramaki,κλπ) και όλες οι υποκατηγορίες του σερβίρονται και απογειώνονται με την πικάντικη πάστα wasabi (από αλεσμένα φυτικά ριζώματα) παρόμοιας γεύσης με καυτερή μουστάρδα ή τριμμένου πολτού χρένου, που διεγείρει πολύ περισσότερο την μύτη παρά την γλώσσα όταν τρώγεται.
Το ραπανάκι Daikon ωμό ή το τουρσί του (takuan) είναι δημοφιλείς γαρνιτούρες για το πιάτο, όμως πολύ συχνά το σούσι σερβίρεται με gari δηλαδή τουρσί τζίντζερ που σε συναρπάζει με το ιδιαίτερα επιβλητικό άρωμά του. Εκτός από τη φανταστική γεύση του, σκοτώνει τα επιβλαβή βακτήρια και παράσιτα που θα μπορούσαν να υπάρχουν στα ωμά θαλασσινά.

Το σασίμι, είναι πιο απλό πιάτο της ιαπωνικής κουζίνας που αποτελείται από ωμό ψάρι, συνήθως τόνος και σολομός φιλεταρισμένα σε λεπτές φέτες. Βέβαια με τον ίδιο τρόπο φιλεταρισμένο σερβίρεται και το κρέας. Μπορεί να συνοδεύεται με ρύζι στον ατμό, μπιζέλια μανζτού, σαλάτα με φύκια, wasabi, gari, τριμμένο φρέσκο σκόρδο ή ponzu (καρύκευμα με βάση το εσπεριδοειδές yuzu για σασίμι κρέατος).
Επίσης σούσι και σασίμι μπορεί να σερβίρονται με διάφορες γαρνιτούρες όπως shiso (κοκκινα-μοβ ή πράσινα φύλλα από το αρωματικό βότανο), τριμμένο ραπανάκι daikon, αβοκάντο, αγγούρι ή ακόμα και tamago (αυγό), αβγοτάραχο, καρότα, μανιτάρια σιτάκε, σουσάμι και φλοίδες τεμπούρα (άλευρα-ζύμη).
Το σούσι και το σασίμι πριν τα γευτείς τα ...εμβαπτίζεις σε σάλτσα σόγιας. Προαιρετικά πάντα… Το αρωματικό ντιπ προσγειώνει και ενώνει τις διαφορετικές υφές και γεύσεις του πιάτου και ουσιαστικά χαρακτηρίζει την κουζίνα της Άπω Ανατολής. Μπορείς στο μπολ στο οποίο βάζεις το soya sauce να προσθέσεις-διαλύσεις wasabi και το αποτέλεσμα να είναι εκρηκτικό! Προσοχή μόνο… το σούσι το βουτάμε στο ντιπ από την πλευρά του ψαριού για να μην διαλυθεί το ρύζι…
Η ιεροτελεστία του φαγητού για τους Ιάπωνες έχει γίνει πραγματική τέχνη. Δεν τρώμε με πιρούνι καθώς η… επιτήδεια λαβή του φαγητού πρέπει να γίνει με τα chopsticks! Αυτά τα ξυλάκια από μπαμπού που μετά από κάποια μικρή εξάσκηση μπορούμε με χάρη να χρησιμοποιούμε για να «αρπάξουμε» με λεπτές κινήσεις το φαγητό μας μπουκιά-μπουκιά. Επ' ουδενί δεν πρέπει να τεμαχιστεί το φαγητό που σερβίρεται καθώς αυτό αποτελεί προσβολή προς τον σεφ ο οποίος το ετοίμασε στο ιδανικό μέγεθος για το στόμα μας.
Χρειάζεται υπομονή στον χειρισμό και… λεπτές κινήσεις. Καθόλου βιασύνη για να μπορέσεις να απολαύσεις τα εξαιρετικά εύγευστα εδέσματα τις περισσότερες φορές με την συνοδεία σάκε. Πρόκειται για το ιαπωνικό κρασί, ή όπως το αποκαλούν οι Ιάπωνες Νihonshu.
Είναι ένα αλκοολούχο ποτό ιαπωνικής προέλευσης που παρασκευάζεται με ζύμωση ρυζιού που έχει αφαιρεθεί το πίτουρο και περιέχει 18–20% αλκοόλ. Στην Ιαπωνία, όπου είναι το εθνικό ποτό, το σάκε σερβίρεται συχνά με ειδική τελετουργία, όπου ζεσταίνεται απαλά σε ένα μικρό πήλινο ή πορσελάνινο μπουκάλι και πίνεται από ένα μικρό πορσελάνινο φλιτζάνι που ονομάζεται sakazuki. Προσωπικά προτιμώ ιαπωνική μπύρα με γεύση ale.

Το σούσι του… φτωχού, που ξεκίνησε τον 7ο αιώνα σαν μέθοδος διατήρησης του ωμού ψαριού και έχει γίνει τέχνη, μια βρώσιμη τέχνη που κοστίζει ακριβά στις δυτικές μας κοινωνίες.
Η φιλοσοφία του σούσι αυτού του ξεχωριστού φαγητού είναι πως τα πιάτα του μπορείς να τα απολαύσεις όλες τις ώρες ακόμα και για… πρωινό, καθώς στην Ιαπωνία σερβίρεται όλες τις ώρες. Μάλιστα πρέπει το κάθε πιάτο να τρώγεται αμέσως καθώς ετοιμάζεται και σερβίρεται, για να μην χάσει τίποτα από την ξεχωριστή γεύση του. Φανταστείτε πως σε πολλά εστιατόρια στο Τόκιο ο μέσος όρος διάρκειας του φαγητού διαρκεί το πολύ ένα τέταρτο της ώρας!

Το μόνο που απομένει να κάνεις είναι πως μόλις τελειώσεις το φαγητό σου να αποθέσεις τα ξυλάκια σου πάνω στο πιάτο σου παράλληλα σε οριζόντια θέση και... περνάς με άριστα στην ιαπωνική κουλτούρα των καλών τρόπων.
Το ιαπωνικό φαγητό λοιπόν ή το λατρεύεις ή δεν το πλησιάζεις! Η γνωριμία μας έγινε μετά την εφηβεία μου και ήταν έρωτας με την πρώτη... μπουκιά! Βέβαια η επαφή μου με την ιαπωνική κουλτούρα είχε γίνει ήδη μέσα από τον ιαπωνικό και όχι μόνο κινηματογράφο, τα υπέροχα παιδικά καρτούν και ανιμέισιον και ήταν καταλυτική!

Ερωτας με την πρώτη ματιά ήταν και η γνωριμία μου με το «Blade Runner» του Ridley Scott το 1982. Μια δυστοπική ματιά στο μέλλον μας, που ασχολείται πρωτίστως με αυτό που πραγματικά μας απασχολούσε τη στιγμή που φτιάχτηκε. Η Ιαπωνία της τεχνολογίας, των μάτριξ, των βιομηχανιών, των αυτοκινήτων και των προϊόντων της, έχουν κυριεύσει τις αγορές και η οικονομία της αναδεικνύεται εκείνη την εποχή η περισσότερο αναπτυσσόμενη της δεκαετίας. Η ταινία χαρτογραφεί τις ανησυχίες του 1982 σε ένα μακρινό τότε 2019, προβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι φόβοι θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν στο μέλλον. Αν και το περιβάλλον της ταινίας είναι το μελλοντικό Λος Αντζελες της δυτικής ακτής των ΗΠΑ, το σκηνικό της παραπέμπει στο Τόκιο, την ιαπωνική κουλτούρα και τον τρόπο ζωής που δείχνει να έχει κατακυριεύσει ολόκληρο τον κόσμο.

Ομως την ίδια εποχή στην εφηβεία και τα πρώτα νεανικά μου χρόνια τα καλοκαιρινά βράδια μοσχοβολούσαν γιασεμί και αρμπαρόριζα και ο Τοσίρο Μιφούνε κυριαρχούσε στο λευκό πανί των θερινών σινεμά καθώς μας μάθαινε τον Ακίρα Κουροσάβα. Γλίστρησα έτσι απαλά στον κόσμο των Κέντζι Μιζογκούτσι, Χιρόσι Τεσιγκαχάρα, Μασάκι Κομπαγιάσι, του αμφιλεγόμενου Γιασουτζίρο Όζου , των υπέροχων Σοχέι Ιμαμούρα, Ναγκίσα Οσιμα, μέχρι τα φανταστικά κινούμενα σχέδια του επονομαζόμενου Ιάπωνα Disney, Χαγιάο Μιγιαζάκι αλλά και τα εντυπωσιακά χρώματα στα σκηνοθετημένα βιντεοπαιχνίδια για τις κάθε είδους κονσόλες.
Είχε προηγηθεί βέβαια, ας μην ξεχνιόμαστε, γύρω στο 1980 και το «Shogun, ο Μεγάλος Σαμουράι».

Μια καταπληκτική σειρά πέντε μόνον επεισοδίων του Τζέρι Λάντον που είχε κατακτήσει τις τηλεοπτικές οθόνες με πρωταγωνιστές τους θρυλικούς Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν, Τοσίρο Μιφούνε με τις ίντριγκες, τα παιχνίδια εξουσίας και τις πολιτικές συγκρούσεις στην φεουδαρχική Ιαπωνία του 17ου αιώνα καθώς έρχονται σε επαφή με την κουλτούρα της Δύσης. Η επιτυχία έφερε τον πολιτισμό της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου στο καθιστικό και στο κέντρο της οικογένειας σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Οι Ιάπωνες είναι ένας ευγενής λαός και έχουν έναν ιδιαίτερα αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς. Η τέχνη τους και ιδιαίτερα ο ιαπωνισμός (Japonisme) επηρέασε τον 19ο αιώνα την τέχνη στην Δύση και την Γαλλία όπου γεννήθηκε ο Ιμπρεσιονισμός. Το καλλιτεχνικό κίνημα του στιγμιότυπου, της άμεσης εντύπωσης με τα ζωντανά χρώματα, της αποτύπωσης του παιχνιδίσματος του φωτός, των εξωτερικών χώρων υπό ασυνήθιστες οπτικές γωνίες όλα αυτά που τον καθορίζουν, έχει την βάση του στις εκτυπωμένες εικόνες που έφτασαν στη Γαλλία και την Ευρώπη κατ’ αρχάς ως περιτυλίγματα εισαγόμενων αγαθών.
Η ιμπρεσιονιστική ζωγραφική με το άνοιγμα του ιαπωνικού εμπορίου επηρεάστηκε από τον ιαπωνισμό όμως και οι Ιάπωνες καλλιτέχνες από την άλλη λάτρεψαν και έφεραν στην πατρίδα τους τα ευρωπαϊκά μοτίβα που ενσωμάτωσαν αρμονικά στην παραδοσιακή τέχνη τους.

Την εποχή που στην Δύση μεγαλουργούσαν οι Κλοντ Μονέ, Πιέρ Ογκίστ Ρενουάρ, Εντουάρ Μανέ, Πολ Σεζάν, Εντγκάρ Ντεγκά, στην μακρινή χώρα της Απω Ανατολής ο Kawanabe Kyōsai (18 Μαΐου 1831- 26 Απριλίου 1889), «ο τελευταίος βιρτουόζος στην παραδοσιακή ιαπωνική ζωγραφική», σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Timothy Clarke, δημιουργούσε πραγματικά αριστουργηματικά έργα τέχνης.
Ο συναρπαστικός Ιάπωνας, γνωστός για το ανεξάρτητο πνεύμα του, είναι ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της χώρας του. Πνευματώδης, ενεργητικός και ευφάνταστος, η τέχνη του συνεχίζει ακόμη και σήμερα να επηρεάζει πολλά καλλιτεχνικά στυλ, από το manga μέχρι την τέχνη του τατουάζ.

Για δεκαετίες ήταν παραγκωνισμένος ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους παλαιότερους ομολόγους του Hokusai και Hiroshige, όμως φημίζεται και αναγνωρίζεται πλέον για την ικανότητά του να γεφυρώνει τη λαϊκή κουλτούρα με την παραδοσιακή τέχνη.
Εχοντας αρχικά σπουδάσει κάτω από τον Kuniyoshi, καλλιτέχνη ukiyo-e (σημαίνει εικόνες του πλωτού κόσμου, ένα είδος ιαπωνικής ξυλογραφίας) συνδύασε τη μετέπειτα ακαδημαϊκή του εκπαίδευση για να δημιουργήσει το δικό του επαναστατικό στυλ, δημιουργώντας εικόνες που κυμαίνονται από το τρομακτικό και εντυπωσιακό, μέχρι το γλυκό και αξιαγάπητο.

Ενώ έλαβε την επίσημη καλλιτεχνική του εκπαίδευση στη σχολή Kanō υπό τον Maemura Tōwa, ο οποίος του έδωσε το παρατσούκλι «The Painting Demon», ο Kyōsai εγκατέλειψε σύντομα τις επίσημες παραδόσεις για τη μεγαλύτερη ελευθερία του λαϊκού σχολείου. Πολιτικές ζυμώσεις και ακολουθεί η επανάσταση του 1867. Τότε είναι που ο Kyōsai συνελήφθη τρεις φορές και φυλακίστηκε από τις αρχές του σογκουνάτου (στρατιωτική δικτατορία που επέβαλαν στην Ιαπωνία οι Σόγκουν).


Είναι η εποχή που απέκτησε τη φήμη του καρικατουρίστα. Η πολύ μεγάλη ζωγραφιά του στο makimono (ένας οριζόντιος τύπος ιαπωνικού κυλίνδρου χειρός) το «The battle of the farts» (Η μάχη των πορδών), μπορεί να θεωρηθεί ως η υπέρτατη καρικατούρα αυτής της ζύμωσης. Οι πίνακες της μάχης με… πορδές, είναι ένας τρόπος για να καταλάβουμε πόσο γελοία είναι η ανθρώπινη παρόρμηση για ανταγωνισμό. Είναι επίσης ένα διασκεδαστικό θέμα κόμικ για έναν πνευματώδη καλλιτέχνη όπως ο Kyōsai.
Αυτό το θέμα είναι παλαιότερο από ό,τι νομίζετε στην ιαπωνική παράδοση, χρονολογείται από τον δωδέκατο αιώνα. Ο Kyōsai στους πίνακές του για τη “μάχη της πορδής”, εισάγει νέες ιδέες στην παράδοση, όπως το ότι η καρικατούρα «πυροβολεί» μια… πορδίτσα, σφίγγοντας την κοιλιά του με ένα κομμάτι υφάσματος ή δείχνοντας την απόλυτη δύναμη μιας τεράστιας, μεγαλειώδους και εκκωφαντικής...πορδής απεικονίζοντας βαριά σακιά με ρύζι να πετούν από την.. θυελλώδη δύναμή της πέρα, μακριά.
Θεωρείται επίσης ο πρώτος πολιτικός γελοιογράφος της Ιαπωνίας. Το έργο του καθρέφτιζε τη ζωή του στην άγρια και απείθαρχη φύση της και περιστασιακά αντανακλούσε την αγάπη του για το ποτό. Αν και δεν διέθετε την αξιοπρέπεια, τη δύναμη ή την επιφυλακτικότητα του Hokusai (του οποίου, ωστόσο, δεν ήταν μαθητής), αντιστάθμισε με φανταστική πληθωρικότητα - η οποία πάντα είχε μεγάλο ενδιαφέρον – την τεχνικά εξαιρετική σχεδίασή του.


Δημιούργησε αυτό που θεωρείται το πρώτο περιοδικό manga το 1874, «Eshinbun Nipponchi», με τον Kanagaki Robun. Το περιοδικό επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την Japan Punch, που ιδρύθηκε το 1862 από τον Charles Wirgman, έναν Βρετανό σκιτσογράφο. Το «Eshinbun Nipponchi» είχε ένα πολύ απλό στυλ σχεδίων και δεν έγινε δημοφιλές σε πολλούς ανθρώπους και τελείωσε μετά από μόλις τρία τεύχη.
Εκτός από τις καρικατούρες του, ο Kyōsai ζωγράφισε μεγάλο αριθμό εικόνων και σκίτσων, επιλέγοντας συχνά θέματα από τη λαογραφία της χώρας του, το δράμα, τη φύση και τη θρησκεία.


Στον Kyōsai άρεσαν οι βάτραχοι. Το πρώτο σκίτσο που έκανε (όταν ήταν μικρό παιδί) ήταν ένας βάτραχος και το ζώο φαίνεται να παραμένει αγαπημένο θέμα από τότε, λόγω των κωμικών του δυνατοτήτων. Συχνά χρησιμοποιούσε βατράχους για να απεικονίσει τη ζωή των απλών ανθρώπων. Ένα μεγάλο καστ βατράχων σε πίνακες ζωγραφικής στο έργο του το καταδεικνύει. Αποτυπώνονται δουλεύοντας ως καλλιτέχνες του δρόμου, ταχυδρομικοί εργάτες και οδηγοί ή διδάσκονται από ένα διάγραμμα τοίχου με φύλλα λωτού σε ένα σχολείο βατράχων.

Βλέπουμε επίσης τον Kyōsai να διασκεδάζει με το έργο του Skeleton Shamisen Player in Top Hat with Dancing Monster. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, η Ιαπωνία υπέστη μια διαδικασία δυτικοποίησης. Ο σκελετός στα νεωτεριστικά δυτικά ρούχα φαίνεται να υποδηλώνει ότι ακόμα και όταν οι άνθρωποι ακολουθούν νέες μόδες και φορούν μια διαφορετική εμφάνιση, τίποτα δεν έχει αλλάξει κάτω από την επιφάνεια. Παραμένουν ίδιοι!

Για τον Kyōsai τα κοράκια συμβόλιζαν την επιτυχία του ως ζωγράφο. Ένας από τους πίνακες που τον έκαναν διάσημο στην Ιαπωνία ήταν το Crows on a Withered Branch που κέρδισε βραβεία και πουλήθηκε σε έναν συλλέκτη για το τεράστιο ποσό των 100 γιεν (αρκετά χρήματα για να αγοράσει 400 μπουκάλια σάκε).

Ο Erwin Bälz (Γερμανός παθολόγος, ανθρωπολόγος, προσωπικός γιατρός της Ιαπωνικής Αυτοκρατορικής Οικογένειας) έγραψε στο ημερολόγιό του ότι ο Kyosai πέθανε εξαιτίας καρκίνου του στομάχου.


* Στην Βασιλική Ακαδημία Tεχνών (Royal Academy of Arts) στο Πικαντίλι του Λονδίνου φιλοξενήθηκε πριν λίγο καιρό η σημαντική έκθεση «Kyōsai: The Israel Goldman Collection» η πρώτη έκθεση του Ιάπωνα μάστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και σχεδόν 30 χρόνια. Αντλώντας τα έργα από μια από τις καλύτερες συλλογές έργων του καλλιτέχνη στον κόσμο, αυτή η έκθεση συγκεντρώνει εξαιρετικούς πίνακες ζωγραφικής, ξυλογραφίες, και εικονογραφημένα βιβλία, καθώς και αυτοσχέδιους πίνακες (sekiga) που δημιουργήθηκαν σε πάρτι καλλιγραφίας και ζωγραφικής (shogakai) όπου με ευκολία καταναλώνονταν ένα με δύο λίτρα σάκε από τους συνδαιτυμόνες καλλιτέχνες.

Στις μέρες μας το έργο του έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα. Οι πίνακές του λειτουργούν πλέον ως πηγή έμπνευσης για σύγχρονους καλλιτέχνες. Πράγματι, υπάρχουν πολλά, πάρα πολλά φυλλάδια αναφοράς με Kyōsai irezumi (τατουάζ), συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι αποκλειστικά αφιερωμένα στις απεικονίσεις των δαιμόνων του Kyōsai. Μπορεί κανείς μόνο να φανταστεί ότι ο ίδιος ο Kyōsai με το χιούμορ και το πνεύμα του σίγουρα θα εκτιμούσε πολύ αυτήν την ειρωνεία με ένα κουπάκι σάκε στο χέρι.
--------------
** Πληροφορίες για την έκθεση του 2022 «Kyōsai: The Israel Goldman Collection» στην Βασιλική Ακαδημία Tεχνών (Royal Academy of Arts) του Λονδίνου μπορείτε να βρείτε εδώ: https://www.royalacademy.org.uk/exhibition/kyosai
-------------
** Photo: A. KATSIOULA
Comments